- ναύφρακτος
- ναύφρακτος και αττ. τ. ναύφαρκτος, -ον (Α)1. (για τους Έλληνες στη Σαλαμίνα) αυτός που είναι φραγμένος από πλοία ή αυτός που έχει οχυρωθεί από πλοία2. (κατά τον Ησύχ.) «ναύσταθμος»3. (κατά τον Φώτ.) «ναύφρακτον καὶ ναύφαρκτον τὴν ναυτικὴν δύναμιν καλοῡσιν».[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -φρακτος (< φράσσω), πρβλ. ξυλό-φρακτος].
Dictionary of Greek. 2013.